υψίνομος

υψίνομος
-ον, Μ
(για γίδα) αυτός που βόσκει σε ψηλούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -νομος* (< νομή «βοσκή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑψίνομον — ὑψίνομος feeding on high places masc/fem acc sg ὑψίνομος feeding on high places neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψινόμους — ὑψίνομος feeding on high places masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίνομοι — ὑψίνομος feeding on high places masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”